Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Fire - all the way

Πόσες ζωές μπορείς να χωρέσεις σε μία; Πόσες πραγματικότητες; Πόσες επιθυμίες; Πόσοι άνθρωποι μπορούν να κατοικούν στο ίδιο σώμα; Πόσες σκέψεις μπορούν να περάσουν και να μην αφήσουν ουλές; Πόσες φορές μπορείς να τις ακολουθήσεις απαλά με τα ακροδάχτυλά σου και πόσες να κλείσεις τα μάτια για να μην τις βλέπεις; Πόσες φορές το μυαλό σου θα λέει "let it go" κι η καρδιά σου θα γραπώνει γερά; Πόσες φορές θα ευγνωμονείς το πείσμα σου γιατί σε πάει μπροστά και πόσες θα το καταριέσαι γιατί σε κρατάει πίσω;

Είσαι άπληστη, της είπε. Unrestful είμαι, θα ήθελε να του πει. Αλλά προτίμησε να υιοθετήσει το "άπληστη" κι εκείνη. Αν ήταν άπληστη, είχε ελπίδες κάποια στιγμή να αλλάξει. Μπορούσε να το αποδώσει σε ένα state of mind, που χρειάζεται μόνο positive thoughts - κι απ' αυτές είχε μπόλικες, τόσες ώστε να μην την τρομάζει τίποτα. Ενώ αυτό το unrestful, της έφερνε σύγκρυο. Την έκανε να νιώθει lost case. Της ξυπνούσε κάθε "εσένα δεν θα σ' αντέξει κανείς" που είχε ακούσει στη ζωή της. Και δεν ήταν και λίγες οι φορές που το είχε ακούσει. Ούτε λίγοι αντίστοιχα, αυτοί που της το είχαν πει...

Στο μυαλό της γυρνούσε διαρκώς αυτές τις μέρες η κουβέντα που της είχε πει εκείνη. Εκείνη που τον τελευταίο χρόνο είχε έρθει τόσο κοντά, ώστε να βλέπει και πίσω από τις σκιές της. Εσύ, κορίτσι μου, είσαι φωτιά. Σε ελεγχόμενες συνθήκες, είσαι πολύτιμη. Δίνεις ζεστασιά, θαλπωρή, τρέφεις. Ανεξέλεγκτη, όμως, είσαι καταστροφική. Καταπίνεις ό,τι βρίσκεις στο διάβα σου κι αφήνεις πίσω σου στάχτες κι αποκαΐδια. Έβαζε η ίδια στην εξίσωση και τον αέρα που φυσούσε στο μυαλό της -άλλοτε ήπιος κι αναζωογονητικός κι άλλοτε λυσσαλέος κι εξίσου καταστροφικός- κι ευχόταν να τους έχει όλους μπροστά της, όλους αυτούς που πίστευαν πως δεν θα την αντέξει κανείς -ή που της απέδειξαν πως εκείνοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να την αντέξουν- για να τους ρωτήσει ήρεμα: Πιστεύετε πως εγώ εύκολα αντέχω τον εαυτό μου;...

Ούτε απελπισία ούτε αυτοοικτίρισμα δεν θα είχε η φωνή της. Δεν ένιωθε το δράμα να κυλάει στο αίμα της αυτή τη στιγμή ούτε το neediness της να την αρπάζει από τον λαιμό. Θα ήθελε απλώς να τους δείξει πως καταλαβαίνει. Έστω και κατόπιν εορτής, καταλαβαίνει. Έστω και με τόση καθυστέρηση, αντιλαμβάνεται πλέον πως δεν είναι ο εύκολος άνθρωπος που πάντα ήθελε να πιστεύει. Χα, είναι λίγο αστείο... Μέχρι τώρα νόμιζα πως παραμυθιαζόμουν για τους άλλους. Κι η μεγαλύτερη, τελικά, παραμύθα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός. Γέλασε. Κάθε κεφάλαιο και μια νέα αποκάλυψη. Τη μια, τα ψεύτικα χαμόγελα. Την άλλη, το σύνδρομο του μεσσία. Πριν ή μετά, εκείνο του υπερανθρώπου. Κάπου ενδιάμεσα η "βόλεψη" των άλλων. Κάποια στιγμή πήγε να πέσει πάνω στην αγάπη του εαυτού και να σταματήσει να τον βλέπει σε αντιπαραβολή με άλλους εαυτούς, έξω από εκείνην, αλλά ήταν κουκκίδα στον ωκεανό και χάθηκε. Κάπου επικαλέστηκε γάτες και κουτάβια, αλλά αδέσποτα ήταν, πέρασαν, έφυγαν. 

Και τώρα είχε μείνει με την καυτή πατάτα στα χέρια: Είχε τον αβόλευτο. Εκείνη. Μέσα της. Γι' αυτό ξεβόλευε και τους άλλους, εκείνη στην πραγματικότητα και όχι το ανάποδο. Μαζεύονταν, κάθονταν γύρω της, ζέσταιναν τα χέρια τους, την τροφοδοτούσαν αφειδώς για να γίνεται πιο δυνατή, πιο φωτεινή, πιο παιχνιδιάρα με τις φλογίτσες της, πιο θερμή, κι εκεί που πήγαιναν να ζεσταθούν μέχρι και το μεδούλι και να αφεθούν να γλαρώσουν δίπλα της, εκείνη έκανε ένα "τσαφ" και εξαπλωνόταν παντού, έβαζε φωτιά σε μπατζάκια και τους έτρεπε σε φυγή. Άφηναν την πόρτα ανοιχτή στον πανικό τους κι έβρισκε δίοδο για να ορμήσει στο κατόπι τους. Καίγοντας, μεγάλωνε. Κι η όρεξή της μεγάλωνε μαζί. Όλα, ήθελε να τα καταπιεί όλα. Τόση ήταν η λαχτάρα της να τα βάλει όλα μέσα της που τη θλίψη για τις στάχτες που άφηνε πίσω της, την αντικαθιστούσε σύντομα ο ενθουσιασμός για ό,τι ζωντανό ακόμα έβλεπε μπροστά της. Και μια παράλογη ελπίδα πως αυτό θα παρέμενε ζωντανό, παρά το σφιχταγκάλιασμά της. 

Από μικρό παιδί αισθανόταν πως δεν "χωρούσε". Ούτε σε μαγκάλια, ούτε σε στόφες, ούτε σε τζάκια. Νωρίς την προειδοποίησαν πως "εσένα δεν θα σ' αντέξει κανείς". Ήθελε να τους μαζέψει όλους αυτούς που τη φοβήθηκαν και να τους πει πως πλέον καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που τους φόβισε. Αλλά είχε βρεθεί ένας άνθρωπος που την αποκαλούσε άπληστη, ενώ ήξερε πως είναι unrestful. Κι εξακολουθούσε όχι απλώς να γλαρώνει, αλλά να κοιμάται δίπλα της, παρά τις φορές που τον είχε καψαλίσει - κι όλες εκείνες που μπορούσε να περιμένει πως θα τον καψαλίσει ακόμα. Την άφηνε να κάψει ανεξέλεγκτα ό,τι δεν ήταν πολύτιμο, ό,τι μπορούσε να αντικατασταθεί, κι όταν την έβλεπε να γίνεται επικίνδυνη, άρπαζε τη μάνικα και την έθετε υπό έλεγχο. Μαζί του, και κάποιοι άλλοι που δεν χρειαζόταν να είναι εξίσου γενναίοι, αλλά έσπευδαν τελικά για να βοηθήσουν με το λάστιχο. Ήθελε να τους μαζέψει και να τους πει πως είχε υπάρξει τυχερή, γιατί είχε βρεθεί και ένας που όταν είχε ακούσει "Τζέκιλ και Χάιντ", γέλασε αντί να το βάλει στα πόδια, κι ήταν ακόμα εδώ - τουλάχιστον, ακόμα. Κι ήθελε να τους ευχαριστήσει, γιατί την πείσμωσαν αρκετά ώστε να μη συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο από κάποιον που θα μπορούσε να αντέξει τη φωτιά της, χωρίς να βαλθεί, από φόβο, να τη σβήσει εξαρχής.

Κι ίσως κάποια στιγμή, άλλη στιγμή, να τους ξαναμάζευε. Γιατί είχε κι άλλα να τους πει. Είχε να τους πει και για εκείνους από τους οποίους δεν απαιτούσε να είναι εξίσου γενναίοι, αλλά τους ήταν ευγνώμων, γιατί ενώ έτρεχαν μακριά της έχοντάς τους βάλει φωτιά στα μπατζάκια, γύρναγαν τελικά για να πιάσουν κι από ένα λάστιχο. Τους ευγνωμονούσε που ενώ κι εκείνοι ήξεραν πως είναι urestful, τη βοηθούσαν να μη νιώθει lost case. Τους αγαπούσε όλους αυτούς. Πολύ. Αυτοί ήταν όλες της οι ζωές, σε μία. Κι ακόμα κι αν εκείνη δεν ήξερε πώς να χωρέσει, χωρούσαν εντέλει αυτοί. Μέσα της.



Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Distortion. Once. Again.

Καταραμένο PMS, άσε με πια, άσε με, ήθελε να φωνάξει, αλλά πού να το φωνάξει, να μην την ακούσει κανείς και την πάρει για τρελή που ουρλιάζει στις ορμόνες της;

Αυτά τα reccuring themes στις σκέψεις και στα λόγια της πολύ την εκνεύριζαν. Η σκατοψυχιά που την έπιανε όταν περίμενε περίοδο, την εκνεύριζε. Το χαρωπό ήπιο πλάσμα εξαφανιζόταν και στη θέση του εμφανιζόταν μια τύπισσα με μάτι που έσταζε αίμα και κάθε κοφτή κίνηση του λαιμού της συνοδευόταν κι από ένα ανατριχιαστικό κρακ. Η στάχτη έπεφτε στο πληκτρολόγιο αντί στο τασάκι και το ούζο αντί να της γλυκαίνει την ψυχή, έβαζε μέσα της αγκάθια που της άφηναν ανοιχτές τρύπες λες και την είχαν γαζώσει σφαίρες. Άκουσε μια φωνή να τη φωνάζει αχινάκι και τη θέση του ήλιου, της άμμου και του αλατιού, πήραν κεραυνοί και αφρισμένες θάλασσες. Άκουσε μια άλλη να της μιλά για υστερίες και αφροί κύλησαν από το στόμα της. Δεν είναι υστερία, λύσσα είναι, σκέφτηκε και ένα μαύρο τέρας στήθηκε μπροστά της για να αναμετρηθούν.

Μια αγκαλιά πήγε να την τυλίξει κι ούτε καν αυτή δεν ήταν σε θέση να ανεχτεί το κορμί της. Ανοχή. Λέξη ξεχειλωμένη. Αυτός, όμως, δεν της έφταιγε. Ήταν ο μόνος τώρα που δεν έφταιγε. Τι έφταιγε;...

Θλίψη. Ζήλια. Γιατί, πεταμένα στο πάτωμα να συνθλίβονται κάτω από το πέλμα της σαν κατσαρίδες. Τελικά ήταν σίγουρη ότι αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα; Δικός της ή δικός του ήταν ο φόβος της αναμέτρησης με το τέρας της; Εκείνη ήθελε να ορμήξει, να γδάρει, να γδαρθεί, να ματώσει, να κλάψει, να ουρλιάξει, να χτυπήσει και να χτυπηθεί, να εξαντλήσει και να εξαντληθεί. Να πεθάνει και να αναγεννηθεί. Σήμερα. Μέσα σε πέντε λεπτά ή σε πέντε ώρες. Σήμερα όμως.

Κάθε φορά όμως που το τέρας ερχόταν και την προκαλούσε, εκείνη καθόταν απλώς και το κοιτούσε. Πού και πού του χαμογέλαγε για να το καλοπιάσει. Κάποιες φορές κοιτούσε αλλού, πιστεύοντας πως αν στρέψει ξανά το βλέμμα της στη θέση του, εκείνο θα είχε εξαφανιστεί μόνο του. Γρύλιζε μέσα στο κεφάλι της, αλλά κατέπνιγε τον ήχο πριν βγει έξω από αυτό. Γιατί σκεφτόταν εκείνον... Εκείνον που θα στεκόταν σε μια γωνιά πετρωμένος, με βλέμμα περίλυπο. Εκείνον που πονούσε για εκείνην. Εκείνον που ο πόνος της του ήταν δυσβάστακτος, κι ας ήταν για πέντε ώρες. Ή πέντε λεπτά. Εκείνον που πάλευε με τους δικούς του δαίμονες και δεν είχε αποθέματα, όχι να δώσει τις δικές της μάχες, αλλά έστω να παρακολουθήσει εκείνη να τις δίνει...

Όταν θυμός και ανασφάλειες εμφανίζονταν μπροστά της, δεν ήθελε να αποστρέφει το βλέμμα. Ήθελε να εξαφανιστεί εκείνος, ώστε να μπορεί να τα κοιτάξει και τα δύο κατάματα. Ήθελε να είναι μόνη να πονέσει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που εκείνος ήθελε περισσότερο από ποτέ να είναι δίπλα της για να καταπραΰνει τον πόνο της.

Δεν έφταιγε εκείνος. Δεν χρειαζόταν να πείσει τον εαυτό της γι' αυτό. Δεν έφταιγε ούτε εκείνη. Δεν κατηγορούσε πια τον εαυτό της γι' αυτό. Ίσως μόνο γιατί δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να του ζητήσει να μείνει μόνη για πέντε λεπτά ή πέντε ώρες, μέχρι να αναγεννηθεί ώστε να μπορεί να είναι μαζί του, χωρίς να φωνάζει σαν τρελή στις ορμόνες της.

Δεν αισθανόταν sane. Αλλά δεν φοβόταν. Ήθελε τόσο να μη φοβάται για εκείνη ούτε εκείνος! Ή μήπως ήθελε να μη φοβάται εκείνη για εκείνον;... Φαααακ, καταραμένες ορμόνες. Και πού να ήταν όντως εκείνος το θέμα σας σήμερα...


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Tattoo #2 (to be)

Έβλεπε τόσο τον εαυτό της στα ελαττώματα των άλλων. Κάθε φορά που κάποιος έκανε κάτι που την πλήγωνε ή την προβλημάτιζε, κατευθείαν έτρεχε στα ντουλαπάκια του μυαλού της και έβρισκε έστω και μία στιγμή -συχνά και περισσότερες- που είχε κάνει κι εκείνη το ίδιο. Και τότε αισθανόταν ενοχές που πληγωνόταν ή έστω, προβληματιζόταν. Δεν είσαι καλύτερη, ψιθύριζε μια φωνούλα μέσα στο κεφάλι της. Δείξε κατανόηση, βρες τους λόγους πίσω από τις συμπεριφορές, συγχώρεσε πριν καν ο άλλος στο ζητήσει. Στην πραγματικότητα, φέρσου έτσι ώστε να μη χρειαστεί να στο ζητήσει. Γλίτωσέ τον από τις ενοχές του.

Αναμενόμενο ήταν. Η ίδια κατακλυζόταν από ενοχές. Για τα πάντα. Αυτοσαρκαζόμενη, συνήθιζε να λέει στον εαυτό της "εσύ, παιδί μου, έχεις ενοχές και που αναπνέεις ακόμα, λες και δεν φτάνει ο αέρας για όλους". Τόσο πνιγμένη, τόσο καταπιεσμένη ήταν απ' αυτές που ούτε στον εχθρό της δεν θα ευχόταν να ζούσε κάτι ανάλογο έστω για μια στιγμή. Γι' αυτό πάσχιζε να τους γλιτώσει όλους, να πάρει όλων τα βάρη πάνω της, λες και δεν της έφταναν τα δικά της...

Μόνο που... ξεχνούσε. Ξεχνούσε διαρκώς ότι οι άλλοι -ευτυχώς- δεν ήταν σαν κι εκείνη. Τα μικρά πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν το στομάχι της να σφιχτεί, για τους περισσότερους ήταν ως μη γενόμενα. Τα μεγάλα που θα μπορούσαν να της στερήσουν την ψυχική ηρεμία για ένα 24ωρο, πολλοί τα ξεπετούσαν σε 24 δευτερόλεπτα. Εκείνη έπαιρνε προκαταβολικά μέσα της ένα "πνίξιμο" που στις περισσότερες περιπτώσεις οι άλλοι δεν θα ένιωθαν ποτέ! Αλλά ακόμα κι αν το ένιωθαν... Δεν ήταν δικό της για να το επωμιστεί...

Πώς της το είχε πει στην τελευταία συνεδρία η ψυχολόγος της; "Όλα ξεκινούν από μία εικόνα τελειότητας σε ό,τι σε αφορά και σε περικλείει. Για να την επιτύχεις αυτή, αναζητάς τον έλεγχο σε καθετί, στον εαυτό σου, στις συνθήκες και στους άλλους που επηρεάζουν τις συνθήκες (σ.σ. control freak με λίγα λόγια). Κι όταν κάτι δεν πάει σύμφωνα με το πρόγραμμα, σύμφωνα με τον ορισμό σου της τελειότητας, καταλήγεις να νιώθεις ενοχές, γιατί το αποδίδεις σ' εσένα. Σκέφτεσαι ότι εσύ δεν έκανες κάτι καλά, κάτι σωστά, γιατί αν ήσουν όπως έπρεπε (σ.σ. τέλεια δηλαδή), τα πράγματα δεν θα είχαν εξελιχθεί έτσι όπως δεν ήθελες". 

Ω Θεοί! Σε τι φαύλο κύκλο είχε βάλει τον εαυτό της επί δεκαετίες; Να, ακόμα και γι' αυτό ενοχές αισθανόταν. Ενοχές που δεν ήταν αρκετά οξυδερκής για να δει ότι τον βασανίζει. Ενοχές που τόλμησε -ασυνείδητα- να πιστέψει ότι ήταν ένας μικρός θεός που μπορεί να ελέγξει τα πάντα. Ενοχές που μήνες πριν έγραφε για τη συνειδητοποίησή της ότι δεν ήταν δώρο προς τους άλλους περισσότερο απ' ό,τι οι άλλοι ήταν για εκείνη και πως είχε αποφασίσει ότι θα σταματήσει να προσπαθεί να τους σώσει από τον εαυτό τους, για να κοιτάξει να σώσει την ίδια από τον δικό της. Ενοχές που... δεν άλλαζε όσο γρήγορα θα ήθελε να αλλάξει. Σε μία νύχτα το ήθελε να γίνει. Ψέμματα. Μέχρι να εκπνεύσει τον αέρα που ρούφηξε σε μια ανάσα, ήθελε να έχει συμβεί...

Απαιτητικό πλάσμα είσαι, είπε, κοιτάζοντας τα μούτρα της στον καθρέφτη. Καταπιεσμένο. Και καταλήγεις να γίνεσαι καταπιεστικό... 

(Φακ)

Restart.

Δεν υπάρχουν υπεράνθρωποι έξω από τα κόμικ της DC και της Marvel. Actually... έξω από τις ιστορίες που πλάθει η φαντασία. Be human and let the fuck go...




Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Adagio for strings

Άνοιξε τα μάτια της. Από πάνω της απλωνόταν ο ουρανός. Τίποτα δεν ανέκοπτε το βλέμμα της μέχρι να φτάσει σ’ αυτόν και τα σύννεφα που σουλατσάριζαν στη γειτονιά του. Δεν έψαχνε να βρει εικόνες να σχηματίζονται στους συσσωρευμένους υδρατμούς. Τους ακολουθούσε απλώς με το βλέμμα της καθώς κινούνταν αργά και παράλληλα μετασχηματίζονταν. Άλλοτε κομμάτια ενώνονταν σε κάτι μεγαλύτερο, άλλοτε κάποιο κομμάτι αποκοβόταν αναζητώντας την αυτονομία του. Και μετά ξαναενώνονταν σε κάτι καινούργιο, μεγαλύτερο, κι ύστερα κάποιο άλλο κομμάτι γινόταν αποστάτης. Και ξανά. Και ξανά… Επαναλαμβανόμενη η κίνηση, αλλά κάθε φορά διαφορετική. Υπήρχαν αποκλίσεις στον ρυθμό, στο μέγεθος, στην κατεύθυνση, αλλά όλη αυτή η τυχαία χορογραφία έμοιαζε τόσο καλοκουρδισμένη, τόσο αρμονική, σαν να είχε προβαριστεί τόσες φορές που γίνεται τόσο ακούσια όσο η αναπνοή, τόσο φυσική σαν να μην μπορεί παρά να υπάρχει.

Μη σκέφτεσαι... Σταμάτα να σκέφτεσαι... Άσε τα σύννεφα να σε πάρουν μαζί τους, να σε βάλουν μέσα στη χορογραφία τους... Ήταν το μόνο που άκουσε το μυαλό της να λέει όση ώρα ήταν εκεί, ξαπλωμένη ανάσκελα, κάνοντας ασυναίσθητα αγγελάκια στο χιόνι. Κι ήταν και το τελευταίο. Αμέσως μετά έκλεισε τα μάτια της. Κι αφέθηκε να την πάρουν τα σύννεφα μαζί τους. Αφέθηκε να νιώσει πώς είναι να είσαι τόσο φυσική σαν να μην μπορεί παρά να υπάρχεις...



Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Love of oneself

Πάντα ήξερε ότι σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχουν τα πάντα: το "καλό" και το "κακό", το αρσενικό και το θηλυκό, το αγόρι και το κορίτσι, ο δαίμονας κι ο άγγελος. Δεν θυμόταν, όμως, πότε ακριβώς ήταν η πρώτη φορά που είχε πει "Επιλέγω τι απ' όλα θέλω να είμαι". Μάλλον όταν ήταν έφηβη. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, εκεί κάπου ξεκίνησε χρονικά και το "πάντα" της προηγούμενης συνειδητοποίησης. Δεν την ένοιαζαν, όμως, τόσο ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, όσο το πότε "ξέχασε" τι σημαίνει η λέξη "επιλογή". Πότε αυτό που επέλεξε, έγινε κατεστημένο στην ψυχή της, στο μυαλό της, στην προσωπικότητά της, στερώντας η ίδια στον εαυτό της το δικαίωμα στην όποια άλλη επιλογή. Αν το σκεφτόταν λογικά, θα καταλάβαινε πως ήταν αναμενόμενο στα 33 της να μιλά για επανάσταση. Ήταν αναπόφευκτο να θεωρεί την επανάσταση ως τον μόνο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε πλέον να αντιταχθεί στο δικό της κατεστημένο.

Είχαν περάσει πια επτά χρόνια από τότε που κάποιος της είπε πως συμπεριφέρεται σαν να έχει καταπιεί manual κοινωνικής συμπεριφοράς. Και πόσο αυτό δεν της ταιριάζει. Τα λόγια του έφτασαν κατευθείαν μέσα της, πάτησαν κάλο, την πόνεσαν, αισθάνθηκε την αλήθεια τους. Δεν την αντιλήφθηκε, όμως. Δεν έγινε κτήμα της. Το μυαλό της δεν ήταν έτοιμο να καταρρίψει τις αγκυλώσεις του. Να ξεπεράσει τον εγωισμό του/της. Να ξεράσει, εν τέλει, το ίδιο το manual.

Δεν είχε νόημα να σιχτιρίζει τον εαυτό της για τα επτά "χαμένα" χρόνια, γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι ήταν χαμένα. Κάθε άνθρωπος πρέπει μάλλον να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο και, κυρίως, στον δικό του χρόνο, για να προσεγγίσει την αυτογνωσία του - προσεγγίσει, το χρησιμοποιούσε επίτηδες το ρήμα, γιατί δεν είχε αυταπάτες ότι πλησίαζε στο τέλος της διαδρομής. Άλλωστε, αυτά τα επτά χρόνια τής δίδαξαν πολλά. Τη γέμισαν με πολλά - ευχάριστα και δυσάρεστα. Ο μόνος λόγος για τον οποίο επανερχόταν σ' αυτή τη κουβέντα επτά χρόνια πριν, ήταν γιατί αισθανόταν ευγνωμοσύνη που κάποιος είδε κάτι περισσότερο σ' εκείνη απ' αυτό που η ίδια είχε ήδη επιλέξει για τον εαυτό της. Χμ, δεν ήταν ο μόνος. Υπήρξαν κι άλλοι. Απλώς οι άλλοι τής το έδειχναν μέρα με τη μέρα. Αυτός, όμως, ήταν ο μόνος που της έσκασε την αλήθεια στη μούρη. Αλήθεια-χαστούκι. Χωρίς χάδι μετά. Χωρίς ανοχή στις παρελκυστικές της πολιτικές (ίσως μόνο λίγη...). Χωρίς να υποκύπτει στα νάζια της (ίσως μόνο για λίγο...).

Τελοσπάντων. Το θέμα της δεν ήταν ούτε εκείνος ούτε οποιοσδήποτε άλλος. Το θέμα της ήταν μόνο ο εαυτός της. Όχι εγωκεντρικά. Απλώς είχε αντιληφθεί πλέον ότι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος μπορεί να λειτουργήσει μόνο ανασταλτικά, υποστηρικτικά ή ως trigger στην ψυχοσυναισθηματική της εξέλιξη. Το τι θα κάνει η ίδια -και ως τι θα επιτρέψει στους άλλους να λειτουργήσουν- είναι καθαρά δικό της θέμα. Δικό της "πρόβλημα". Το "χτίσιμο" της προσωπικότητάς της στα, πέρα των παιδικών, χρόνια, ήταν δική της ευθύνη. Δική της επιλογή.

Και κάπως έτσι το μυαλό της επανήλθε στις επιλογές... Πότε επέλεξε ότι είναι "καλή" - και έκλεισε τα μάτια σε καθετί "κακό" μέσα της; Πότε επέλεξε ότι είναι άντρας - και ξέχασε ότι είναι γυναίκα; Πότε επέλεξε ότι είναι κορίτσι - κι αγνόησε το αγόρι που της μιλούσε στ' αφτί εκ των έσω; Πότε επέλεξε να παριστάνει τον άγγελο - κρύβοντας στην ντουλάπα τον δαίμονα; Κι εκείνες τις... άλλες μέρες, εκείνες τις μέρες που όλα τα βλέπεις ανάποδα, πότε επέλεξε όλα αυτά επίσης απ' την ανάποδη; Πότε επέλεξε να ξεχάσει αυτό που πάντα ήξερε; Ότι μέσα της κουβαλά τα πάντα; Κι ότι αυτό που θέλει σε κάθε περίπτωση και περίσταση να είναι, παραμένει επιλογή; Πότε επέλεξε να ξεχάσει ότι η ζωή είναι κάτι δυναμικό και όχι στατικό; 

Όχι, δεν την είχε πιάσει πάλι η λύσσα της για τα what if. Ίσα ίσα, είχε αρχίσει να τα ακούει πιο ξεκάθαρα και να μην τους γυρίζει την πλάτη. Είχε "ακούσει" πια, και με το μυαλό και με την καρδιά της, τα what if να μιλούν για το μέλλον και να μη διαστρεβλώνει τα λόγια τους θεωρώντας πως τη στροβιλίζουν στο παρελθόν. Κι αυτό που τη ρώταγαν είναι... what if αγκάλιαζες τα πάντα μέσα σου; Κι εκείνη τους απαντούσε με ενθουσιασμό "Ναι, ναι, ναι! Θέλω να επιλέξω να αγαπάω πια τα πάντα μέσα μου. Θέλω να επιλέξω να αγαπάω τον εαυτό μου...".








Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Δυο λέξεις. Μόνο.

Περπατούσαν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Για ώρα δεν έλεγαν κουβέντα, το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες τους. Πού και πού, εκείνη φοβόταν. Τη φόβιζε ένας σχεδόν ανεπαίσθητος ήχος, μια σκιά που έπιανε με την άκρη του ματιού της, η λακκούβα την οποία δεν αντιλαμβανόταν εγκαίρως και δημιουργούσε gap στον βηματισμό της. Κάθε που τρόμαζε, απλώς του έσφιγγε το χέρι μέχρι να ασπρίσουν οι κλειδώσεις των δαχτύλων της. Και τότε άρχιζε να χαλαρώνει το σφίξιμο. Και συνέχιζαν να περπατάνε, χωρίς λέξη.

Εκείνος πού και πού ήθελε να της αφήσει το χέρι. Να το τινάξει. Είχε πιαστεί τόση ώρα που την κρατούσε. Αλλά δεν το έκανε. Αντ' αυτού χάιδευε τον αντίχειρά της με τον δικό του, προκειμένου να ξεμουδιάσει λίγο. Η ανάσα του γινόταν πιο βαθιά εκείνες τις στιγμές. Ρούφαγε αέρα σαν να ήταν το οξυγόνο όχι πηγή ζωής, αλλά δύναμης. Δύναμη αντλούσε από τον αέρα για να πνίξει την κραυγή του, να τη ρίξει στα οξέα του στομάχου του, να την διαλύσει και να την αποβάλλει σταδιακά από το σύστημά του.

Ούτε που ήξεραν πού πήγαιναν. Βάδιζαν μες στην άγνοια για τον προορισμό τους. Το μόνο που ήξεραν, ήταν πως όπου κι αν ήταν να φτάσουν, ήθελαν να φτάσουν μαζί. Γι' αυτό κι εκείνη δεν τράβαγε το χέρι της όταν φοβόταν, για να το βάλει στα αφτιά της να μην ακούει τους ήχους ή στα μάτια για να μην βλέπει τις σκιές, παρά έσφιγγε το δικό του. Γι' αυτό κι εκείνος δεν τράβαγε το δικό του όταν κουραζόταν από το μπλέξιμο των δαχτύλων τους. Όταν τον έπιανε η παρόρμηση να ξεμουδιάσει μόνος. Γι' αυτό έκανε μια μικρή κίνηση προς εκείνη με τον αντίχειρά του, αντί μια μεγάλη κίνηση μακριά της.

Αν κάποιος τους έπαιρνε στο κατόπι όση ώρα προχωρούσαν, θα έκανε αναρίθμητες εικασίες για το τι συνέβαινε στο μυαλό τους και πόσα λόγια αντάλλασσαν μες στη σιωπή τους. Τα λόγια, όμως, τα είχαν ανταλλάξει όσο ακόμα κάθονταν και δεν βάδιζαν ούτε μπρος ούτε πίσω, κι ήταν όλα ηχηρά. Όταν αποφάσισαν να αρχίσουν να περπατούν, μία φράση μόνο αρκούσε να αντηχεί στα αφτιά και των δύο κι ας μην άνοιγε κανείς το στόμα του... Είμαι εδώ.




Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Το κουτάβι μες στη γάτα

Το μυαλό της ταξίδεψε στο 1996. Τότε που στη ζωή της υπήρχε μία Όλγα. Η φίλη της η Όλγα. Αναλογίστηκε αυτή τη φιλία που δεν έμοιαζε με καμία άλλη μέχρι σήμερα. Δημιουργήθηκε ξαφνικά -δεν θυμόταν καν πώς και γιατί- αναπτύχθηκε ακολουθώντας μια πορεία διαφορετική από τις υπόλοιπες και έληξε εξίσου ξαφνικά όπως ξεκίνησε. Αλλά και με μια φυσικότητα που δεν την προβλημάτισε ποτέ. Ήταν σίγουρη πως ούτε και την Όλγα θα προβλημάτισε.

Δεν είναι πως δεν έλεγαν τα γκομενικά τους, όπως και με τις υπόλοιπες φίλες της. Ούτε πως δεν χασκογελούσαν με κάποια βλακεία. Ή πως δεν είχαν κλάψει μαζί, πως δεν είχαν αναλύσει οικογενειακές σχέσεις, κοινωνικούς ή προσωπικούς προβληματισμούς και συναισθήματα. Αλλά με την Όλγα είχε γίνει ακριβώς αυτό: Είχαν αναλύσει συναισθήματα. Δεν τα είχαν μοιραστεί. Συμπαθούσαν, εκτιμούσαν, εμπιστεύονταν η μία την άλλη, υπό μία έννοια αγαπούσαν η μία την άλλη, αλλά η σχέση τους ήταν πρωτίστως εγκεφαλική. Ήταν κυρίως εγκεφαλική. Συζητούσαν για ιδέες - και ιδεολογίες. Διάβαζαν μαζί τον Αντίχριστο του Νίτσε και έπιαναν παθιασμένους διαλόγους για τον Άνθρωπο. Αλλά το πάθος τους έμοιαζε με αυτό επιστημονικού ερευνητή που παρατηρεί τα πειραματόζωά του στο εργαστήριο. Συζητούσαν σαν εξωτερικοί παρατηρητές και μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπήρχε κάτι αποστειρωμένο στην προσέγγισή τους. Δεν είχε τόσο ψυχή αυτή όσο λογικές αλληλουχίες.

Όταν μίλησαν τελευταία φορά, 2-3 χρόνια από τότε που μίλησαν για πρώτη φορά, η Όλγα ξεκινούσε τις σπουδές ιατρικής της. Κι εκείνη, αντίστοιχα, δημοσιογραφίας. Η Όλγα της είπε για κάτι σεμινάρια φωτογραφίας που έκανε. Και για το πώς πρόσφατα μία τύπισσα τής εξήγησε ότι πρέπει να κινείς τα βλέφαρα ώστε να κάτσει καλύτερα η μάσκαρα πάνω στις βλεφαρίδες. Εκείνη της είπε για τον πρώτο της έρωτα και πως συμπτωματικά θα σπούδαζαν στην ίδια πόλη, και της εξέθεσε τους προβληματισμούς της για το γεγονός αυτό. Και έκλεισαν το τηλέφωνο, με μια "υπόσχεση" να αιωρείται ότι... θα τα ξαναπούμε - αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες, δεν έχει σημασία πότε, αλλά θα τα ξαναπούμε. Δεν αποχαιρετίστηκαν σαν να πρόκειται να μην ξαναμιλήσουν. Είχαν περάσει 15 χρόνια. Και δεν είχαν ξαναμιλήσει. 

Δεν υπήρξε κανένα παράπονο, κανένα δράμα, καμία διεκδίκηση, καμία ενοχή. Στην ίδια δεν έλειψε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια η Όλγα. Δεν την αναζήτησε ποτέ. Τη θυμόταν σπάνια, αλλά σε κάθε περίπτωση με ευχαρίστηση. Όχι όμως και με τρυφερότητα, αγάπη ή αντίστοιχα, πικρία και θλίψη. Φανταζόταν δε, ότι αν κάποια στιγμή την πετύχαινε κάπου τυχαία στον δρόμο, αν είχαν χρόνο θα έμπαιναν στο πρώτο καφέ που θα έβρισκαν μπροστά τους και θα αντάλλασσαν το πού είχαν καταλήξει έπειτα από τόσο χρόνια όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Γενικά. Όχι τις δικές τους σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Για το πώς έβλεπαν τον Άνθρωπο και όχι τους ανθρώπους τους. Και μετά θα χωρίζονταν με χειραψία, όχι με αγκαλιά. Παρ' όλα αυτά, με ευχαρίστηση.

Η Όλγα ήταν για κείνη ο ταξιδευτής που έφτασε στη ζωή της κι έμεινε για λίγο να την εξερευνήσει, να μοιραστεί τη γνώση που αποκόμισε στους προηγούμενους προορισμούς της, και μετά κίνησε -όπως ήταν προδιαγεγραμμένο- για τον επόμενο. Δεν μπορούσε να ξέρει τι ήταν εκείνη για την Όλγα, αλλά δεν θα την εξέπληττε αν άκουγε κάτι αντίστοιχο. Αυτό, άλλωστε, αισθανόταν η ίδια, σαν να είχε κάνει μια στάση 2-3 χρόνων στην "πόλη" Όλγα.

Αυτή η "σχέση" υπήρξε η πιο εύκολη της ζωής της. Η πιο fluent. Ένιωθε, όμως, ότι της άρμοζαν και πλήρως τα εισαγωγικά. Χωρίς συναισθηματική επένδυση, νοείται σχέση; Χωρίς να σε νοιάζει αν θα υπάρχει "αύριο"; Είναι σχέση μια αλληλουχία από αποστασιοποιημένα "σήμερα", που απλώς κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο αρμονικά και ήσυχα, αλλά δεν αγγίζονται καν μεταξύ τους - να κρατιούνται από το χέρι, φτιάχνοντας μια αλυσίδα δε, ούτε λόγος;

Θυμήθηκε σήμερα την Όλγα, γιατί έπεσε πάνω σε μια μεγάλη αντίφαση του εαυτού της. Συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος που έχει περάσει τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του -όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή του μέχρι σήμερα- δεσμευμένος, είναι ο ίδιος άνθρωπος που φοβάται τη δέσμευση περισσότερο απ' ό,τι ο διάβολος το λιβάνι. Σήμερα κατάλαβε γιατί αγαπάει τόσο τα σκυλιά. Επειδή άπαξ και δεθούν με έναν άνθρωπο, είναι δοτικά άνευ όρων. Ενώ εκείνη φέρεται σαν γατί. Είναι χαδιάρα, ναζιάρα, γουργουρίζει από ευχαρίστηση, χώνεται σε αγκαλιές και τρίβεται, αλλά κουβαλά και μια υπεροψία, μια ευκολία στη συναισθηματική αποστασιοποίηση και κυρίως, ενστικτωδώς βγάζει νύχια απέναντι σε κάθε τι που τη φοβίζει...

Αυτό που φοβόταν, λοιπόν, περισσότερο ήταν το κουτάβι που άκουγε να γαβγίζει παιχνιδιάρικα μέσα της. Αυτό που ποθούσε όσο τίποτα άλλο να αφεθεί στα συναισθήματά του άνευ όρων. Έμενε μόνο να ξεριζώσει τα νύχια της για να μην το σφαγιάσει...